Ο Τάσος Ψωμόπουλος μιλάει για πολλά άγνωστα περιστατικά
Μεσουρανούσε τη χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας, oπότε τον αγάπησε το ευρύ κοινό. Ηθοποιός με ομαδικό πνεύμα και χαρακτηριστικά του το ύψος και το στραβό χαμόγελο. Ο Τάσος Ψωμόπουλος, αφού έπαιξε σε 152 ταινίες, δούλεψε ασταμάτητα για περισσότερα από 43 χρόνια, κυρίως ως ένας από τους καλύτερους δευτεραγωνιστές της εποχής του. Στα 74 του απολαμβάνει τη ζωή του συνταξιούχου στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη. Μοιράζεται τον χρόνο του με παλιούς φίλους στις γειτονιές των παιδικών του χρόνων και στο εξοχικό του.
Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες;
Γεννήθηκα το 1942 στην Ευαγγελίστρια, στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσα φτωχικά, οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία – η Ευαγγελίστρια ήταν γεμάτη πρόσφυγες τότε. Έμεινα ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία, η μάνα δούλευε και η γιαγιά έκανε τη μάνα στο σπίτι.
Αδέλφια δεν έχεις;
Μοναχοπαίδι είμαι. Το 1942 γεννήθηκα, το 1944 σκοτώθηκε ο πατέρας μου – δεν πρόλαβαν να κάνουν άλλο παιδί. Ήταν στρατιωτικός γιατρός και κάποια στιγμή που έβγαινε με έναν συνάδελφό του από το 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο πυροβόλησαν τον συνάδελφο. Θες από φόβο, θες από την ταραχή, έσκασε η χολή του και σε μερικές μέρες πέθανε κι εκείνος.
Πότε κατάλαβες ότι ήθελες να γίνεις ηθοποιός;
Η γιαγιά μου είχε μια ραπτομηχανή, η οποία είχε καπάκι. Χωρίς να έχω δει ποτέ στη ζωή μου θέατρο, χωρίς να ξέρω τι είναι κουκλοθέατρο ή μαριονέτες, το γύριζα ανάποδα για να το κάνω θεατρική σκηνή, το πριόνιζα, έβαζα σχοινί και κάτι κούκλες, τις κουνούσα κι έδινα τη δική μου παράσταση. Κάπως έτσι ξεκίνησα. Ήμουν και από μικρός αστείος, έκανα μιμήσεις. Όταν τελείωσα το σχολείο, έδωσα εξετάσεις στην Ιατρική, αλλά δεν πέρασα. Στενοχωρήθηκα. Είχα κάτι γείτονες ηθοποιούς που μου είπαν: «Τι κάθεσαι και στενοχωριέσαι; Να πας στη δραματική σχολή». Μου δώσανε κάποια κομμάτια, τα έμαθα, έκανα την απαγγελία και μπήκα στην σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, που ήταν εκείνη την εποχή στη Τσιμισκή.
Στη συνέχεια, πώς βρέθηκες, από τη Θεσσαλονίκη, να παίζεις στους μεγάλους θιάσους της πρωτεύουσας;
Το 1963, στο Στρατιωτικό Θέατρο που ήταν δίπλα στο σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο –ένα πολύ ωραίο κτίριο που τώρα το έχουν κατεδαφίσει– έπαιζε ο Παπαγιαννόπουλος και θέλανε έναν ηθοποιό. Ο δάσκαλος έστειλε εμένα, έπαιξα μαζί τους και με πήραν μετά στην Αθήνα, όπου συνεχίστηκε το έργο. Όταν τελείωσε η σεζόν, γύρισα και πάλι πίσω. Το 1964 ήταν στην πόλη ο θίασος του Σταυρίδη με την Καλουτά και άλλους και πεθαίνει ο επιχειρηματίας του θιάσου. Πάω στην κηδεία, είναι όλοι αυτοί οι ηθοποιοί εκεί, με βλέπει μια υποβολέας, μου λέει «γρήγορα, έλα να σε πάω στον Σταυρίδη, γιατί έφυγε ο Πέτρος Φυσσούν. Είχαν διαφωνίες και μάλωσαν και ζητάνε αντικαταστάτη». Τελειώνει η κηδεία, με παίρνει και πάμε στο Βασιλικό Θέατρο, όπου αρχίζω πρόβες. Με πλησιάζει η Kαλουτά και με ρωτάει: «Έβγαλες δραματική σχολή;». Της απαντώ: «Ναι, του Xαρατσάρη». Κι εκείνη λέει: «Δεν έβγαλες καμία σχολή, εδώ πάνω, τώρα είναι η σχολή». Κάναμε ατελείωτες πρόβες για να είμαστε γρήγορα έτοιμοι. Έσκισα σ’ εκείνη την παράσταση. Έπαιζα όλο τον χειμώνα, αλλάξαμε και έργο μέσα στη σεζόν. Πήγαμε και περιοδεία και μετά ο Σταυρίδης με πήρε μόνιμα στην Αθήνα. Μου λέει: «Θα μείνεις εδώ, μαζί μου, δίπλα μου», και όντως, έκτοτε έζησα όλα τα χρόνια στην Κυψέλη, όπου τότε μένανε πάρα πολλοί του καλλιτεχνικού χώρου. Αυτό ήταν το ξεκίνημά μου.
Έπαιζες πάντα δεύτερους ρόλους. Δεν σου έμεινε παράπονο ή απωθημένο να γίνεις πρώτο όνομα;
Ήμουν πολύ καλός δεύτερος ηθοποιός. Οι μεγάλοι ηθοποιοί συχνά τότε, και τώρα ακόμα, έπαιζαν κάποιους ρόλους, έκαναν τις μεγάλες επιτυχίες και μετά δεν είχαν δουλειά, γιατί δεν τους φωνάζανε. Εγώ, ως δεύτερος, ήμουν πάντα απαραίτητος κι έτσι ποτέ δεν έμεινα από δουλειά. Ο Καραγιάννης κάποτε μου είπε: «Δεν θα γίνεις ποτέ πρώτος, γιατί είσαι μαλάκας». Εννοούσε ότι βοηθούσα έναν συνάδελφο να αναδειχτεί, αν μπορούσα του έδινα δικά μου λόγια να τα πει εκείνος και ήμουν πολύ της ομάδας. Ο Καραγιάννης πάλι μου είχε πει: «Κάτσε όπως είσαι, μη ζητάς παραπάνω πράγματα, έτσι θα έχεις πάντα δουλειά» – και τον άκουσα. Έπαιξα με όλους τους μεγάλους: Σταυρίδη, Παπαγιαννόπουλο, Ευθυμίου, Φωτόπουλο, Ηλιόπουλο, Αυλωνίτη, Ρίζο, Βλαχοπούλου, Σαπουντζάκη.
Πότε σταμάτησες να παίζεις; Το 2004. Η τελευταία μου δουλειά στο θέατρο ήταν «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ευγένιου Ο’Νιλ, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Θα ήθελες να παίζεις μέχρι σήμερα;
Όχι, όχι, με τίποτα. Ήθελα να φύγω. Το 2002 είχα βγει στη σύνταξη, αλλά με κράτησε ο Βουτσινάς για να παίξω στον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» κι έγινα ίδιος Κινέζος. Μετά μου ζήτησε να παίξω στο έργο του Ο’Νιλ, στην «Ηλέκτρα» δηλαδή. Όταν τελείωσε, με ήθελε και για τη συνέχεια και του λέω: «Ανδρέα, δεν θέλω άλλο, κουράστηκα».
Πόσες ταινίες έχεις κάνει, θυμάσαι;
Έχω παίξει σε 152 ταινίες, με πρώτη τα «Ομορφόπαιδα», με τον Σταυρίδη. Το ξεκίνημά μου στο σινεμά το οφείλω στον Ορέστη Λάσκο.
Πόσα θεατρικά έχεις κάνει;
Σαράντα τρία χρόνια δεν σταμάτησα καθόλου. Έπαιξα τα πάντα με τους πάντες, με τελευταίο σταθμό το Κρατικό Βορείου Ελλάδος.
Βλέπεις κανέναν από τους παλιούς συναδέλφους, έχετε επαφή;
Πολλοί έχουν φύγει, δεν ζούνε πια. Με τον Στάθη Ψάλτη κανένα τηλεφώνημα πού και πού, με τον Γιώργο Κωνσταντίνου κάναμε παρέα όταν ερχόταν στη Θεσσαλονίκη. Από το 2004, που επέστρεψα στην πόλη, δεν έχω πάει να δω θέατρο. Βλέπω μια μέρα τον Κωνσταντίνου σ’ ένα βενζινάδικο και με ρωτάει: «Τι κάνεις, Τάσο, πού είσαι; Είμαι εδώ και παίζω στο θέατρο». Έτσι πήγα και είδα την παράσταση και κάναμε παρέα.
Τηλεόραση έκανες;
Είμαι από τους πρώτους που παίξανε στην τηλεόραση. Η τηλεόραση παρουσιάστηκε πρώτη φορά στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1966 – κάναμε τότε εμείς την παρουσίαση. Έπαιξα στα πρώτα παιδικά θέατρα, όταν πλέον η τηλεόραση έγινε ΥΕΝΕΔ και πήγε στη Γεωργική Υπηρεσία Στρατού. Ήμουν από αυτούς που ξέρανε να κάνουν τηλεόραση. Ο Αλέκος Σακελλάριος με είχε μαζί του μέχρι το τέλος σε ό,τι και αν έκανε. Από κει με βλέπανε σκηνοθέτες και παραγωγοί κι έτσι πήγαινα από δουλειά σε δουλειά. Μπήκα στην ΕΡΤ μετά και έκανα και σειρές, εκτός από τα παιδικά.
Πώς ήταν εκείνη η εποχή; Φαντάζομαι, πιο εύκολη σε σχέση με τώρα. Είχατε δουλειές, το επάγγελμα ήταν σε άνθιση;
Εγώ πάντα δούλευα γιατί γινόμουν πολύ φίλος με όλους. Ήμουν πολύ της παρέας και αγαπητός. Αυτό ήταν και κακό, βέβαια, γιατί δεν μπορούσα να έχω απαιτήσεις – όμως είχα πάντα κολλητούς. Υπήρχε ένας επιχειρηματίας στην επαρχία ο οποίος μου είχε πει: «Αν δεν έχεις δουλειά, πάρε με απλώς ένα τηλέφωνο». Αν έβλεπα ότι ξέμενα, τηλεφωνούσα και με έβαζε σε κάποια δουλειά ή έκανε μια παραγωγή εξ ολοκλήρου πάνω μου. Τότε ήταν πολύ πιο εύκολα τα πράγματα, ήταν πολλές οι παραγωγές.
Έζησες και τη χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας.
Εκεί, πλέον, όποιος ήθελε να κάνει βιντεοκασέτα, με έπαιρνε τηλέφωνο – πανικός.
Από τις οποίες, πολλές ήταν αρπαχτές…
Ναι, και έπαιξα σε πολλές από αυτές τις αρπαχτές, που τις έβλεπα μετά και έλεγα «τι έκανα» και ένιωθα ντροπή – όμως έβλεπα ότι ακόμα κι αυτές άρεσαν πολύ. Κάποιες ήταν και καλές. Έγιναν κλασικές, ο κόσμος τις ζητάει και θα τις ζητάει πάντα. Βγήκαν μετά και σε DVD και είχαν απήχηση – ωστόσο, πολλές από αυτές ήταν γυρισμένες στο πόδι. Εκείνη την εποχή, όποιος είχε λίγα λεφτά, έκανε μια κασέτα. Υπάρχει μια ταινία, η υπόθεση της οποίας αφορά έναν χασάπη που γίνεται παραγωγός. Αυτό δεν ήταν ένα φανταστικό σενάριο αλλά πραγματικότητα. Άλλοι για να πουλήσουν μούρη, άλλοι για να πηδήξουν, βάζανε κάποια λεφτά και γινόντουσαν παραγωγοί. Από ένα σημείο και μετά, το είχανε εντελώς ξεφτιλίσει. Είχε βγει πάρα πολύ σκουπίδι, πολλή σαβούρα. Οι καλές, που ξεχώρισαν και χαίρομαι που έπαιξα σ’ αυτές, ήταν του Καραγιάννη, από τις οποίες αναδύθηκαν και κάποιοι ηθοποιοί. Προσπαθούσα να κάνω καλές δουλειές, να βγαίνει ωραίο το αποτέλεσμα.
Είναι αλήθεια αυτά που ακούμε ότι τα γυρίσματα κρατούσαν 3 μέρες;
Κοίτα να δεις. Ο Μουστάκας, ας πούμε, που έπαιζε στο καζίνο, ήταν πολύ της αρπαχτής τότε. Τον φωνάζανε και πήγαινε για 5 γυρίσματα, 2-3 μέρες όπως λες, για να έχει χρήματα. Τα έπαιζε και μετά πάλι από την αρχή.
Ποια ήταν η αμοιβή για την κάθε ταινία;
Η αμοιβή πήγαινε ανάλογα με την ταινία και το όνομα. Μπορεί 1 εκατ. δραχμές και παραπάνω. Φαντάσου ότι 500-600.000 έπαιρνα εγώ για κάθε ταινία και με προτιμούσαν γιατί ήμουν πιο οικονομικός. Οι κοντοί δεν πήγαιναν με λίγα λεφτά –ο Ρίζος, ας πούμε– και εγώ κάλυπτα ρόλους κοντών.
Τότε, πολύς κόσμος γνώρισε μεγάλες δόξες και μετά βρέθηκε στην ανεργία και σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, σε αντίθεση μ’ εσένα.
Δεν ξέρανε να κρατάνε τα λεφτά τους, τα ξόδευαν όλα. Επίσης, πολλοί δούλευαν ως εξής: «Έχει δουλειά σήμερα, θα πάω με μαύρα και ό,τι βγάλω, χωρίς ένσημα». Εγώ κολλούσα πάντα ένσημα, είχα προνοήσει γι’ αυτό. Τότε οι παραγωγοί, αν δεν πήγαινε καλά η δουλειά, δεν πλήρωναν ούτε τους μισθούς και, φυσικά, ούτε τα ένσημα. Σε ανάλογη περίπτωση, ρωτούσα πόσα είναι για να μου τα κολλήσουν. Έφτανα να βάλω χρήματα και από την τσέπη μου, αρκεί να έχω ένσημα. Το έβλεπα και το καταλάβαινα ότι δεν θα είναι πάντα έτσι. Ο Χατζηχρήστος, ο Mπάρκουλης, η Mπέλλου, δεν είχαν ένσημα. Το 1992-94, όταν υπουργός Πολιτισμού ήταν η Μελίνα Μερκούρη, ήμουν γενικός γραμματέας του σωματείου μας και βγάλαμε ένα κονδύλι για να δώσουμε σε κάποιους να εξαγοράσουν τα ένσημά τους. O Χατζηχρήστος και ο Μπάρκουλης τα πήρανε και τα φάγανε, η Μπέλλου τα έπαιξε σ’ ένα βράδυ, σε μια ζαριά.
Τα καλλιτεχνικά τα παρακολουθείς τώρα;
Όχι, δεν πάω θέατρο, δεν βλέπω τηλεόραση, τίποτα δεν μου αρέσει, τίποτα δεν με τραβάει. Δεν είναι αυτοί ηθοποιοί όπως ήμασταν εμείς.
Τι είχατε εσείς, που δεν υπάρχει τώρα;
Τότε, ακόμα κι εκείνος που θα έκανε πέρασμα και θα είχε έναν μικρό ρόλο ήταν πάρα πολύ καλός. Τώρα, ο καλός άντε να παίξει όπως αυτός που κάνει το πέρασμα.
Μίλησέ μου για τη μεγάλη σου επιτυχία, την ταινία «The κόπανοι».
Το 1987, ο Καραγιάννης με τον Κωνσταντίνου αποφάσισαν να κάνουν αυτή την ταινία. Μας μαζέψανε, μας ανακοίνωσαν τι θα έκαναν και δέχτηκα. Η ταινία πήγε και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, αλλά στο Πληροφοριακό Τμήμα, δεν πέρασε στο Διαγωνιστικό. Παρ’ όλα αυτά, έσκισε. Παιζότανε στον κινηματογράφο «Αλέξανδρο» και είχε ουρές σε κάθε προβολή.
Έζησες πολλά χρόνια στην Αθήνα, όμως τελικά επέστρεψες εδώ. Δεν σου λείπει η πρωτεύουσα;
Να σου πω την αλήθεια, όχι. Παρόλο που με αγάπησε πολύ ο κόσμος, ένιωθα πάντα ξένος εκεί. Όταν πλησίαζαν τα χρόνια να βγω στη σύνταξη και ήρθα στη Θεσσαλονίκη για να παίξω στο Κρατικό Θέατρο, είπα «Δεν ξαναπάω στην Αθήνα».
Οικογένεια έκανες;
Ναι. Έκανα και δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Βλέπανε τις ταινίες, τα θεατρικά μου, τα παρότρυνα πολύ να ασχοληθούν με την υποκριτική. Θα μου άρεσε κάτι τέτοιο, αλλά δεν θέλανε.
Τώρα πώς περνάει η μέρα σου;
Πάω στο Προ-πο, στον κουρέα εδώ στη γειτονιά, μπαινοβγαίνω στα σούπερ-μάρκετ για να περάσει η ώρα, πειράζω τα κορίτσια, λέω αστεία.
Δεν θα ήθελες να είσαι κάπου και να παίζεις;
Μου προτείνανε πολλές δουλειές, αλλά είπα όχι. Από το 1964 παίζω, φτάνει. Κάποτε εμείς λέγαμε από μέσα μας «άντε, να πεθάνει αυτός, να παίξουμε κι εμείς». Εγώ έφυγα μόνος μου, δεν θέλω να πεθάνω για να έρθει η σειρά άλλων να παίξουν να παίξουν στη θέση μου.
Αν σας άρεσε το άρθρο, κάντε “Like” στην σελίδα μας στo Facebook και θα έχετε άμεση ενημέρωση για κάθε νέα μας δημοσίευση.
Προσφορές έως -70% στο : shop.palettino.gr.