Κεντρική Τοσκάνη: Γοητευτική και το χειμώνα..
Όποιος την επισκέπτεται αυτή την εποχή έχει σίγουρα και τα… τυχερά του, κυρίως γιατί οι τιμές των καταλυμάτων είναι σαφώς πιο χαμηλές απ’ ό,τι τους καλοκαιρινούς μήνες…
«Βγάλτε τον καιρό από το μυαλό σας, ragazzi. Ή τουλάχιστον χαρείτε τον!» αντέτεινε ο περαστικός που μας είδε να δυσανασχετούμε, όταν ύστερα από μία σκάρτη ώρα ηλιοφάνειας…
τα σύννεφα είχαν αρχίσει και πάλι να πυκνώνουν πάνω από το Μονταλτσίνο. Νότια της Σιένα, για δεύτερη συνεχόμενη μέρα, η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει: κατά τόπους καταρρακτώδης, αλλού ηπιότερη ή -στην καλύτερη περίπτωση- έτοιμη να ξεσπάσει και να μας στείλει άρον-άρον στην πλησιέστερη ινοτέκα για ένα ποτήρι αριστοκρατικό Brunello και μια ποικιλία εκλεκτών antipasti. Αλλο που δεν θέλαμε τελικά. Γιατί αυτό που δεν ξέραμε και επιτόπου ανακαλύψαμε είναι πως μπορεί οι ταξιδιωτικοί οδηγοί να εξυμνούν τα εξαίσια ανοιξιάτικα τοπία της και τα μεθυστικά καλοκαιρινά της χρώματα, όμως ο χειμώνας της Τοσκάνης τής πάει πολύ. Ξαλαφρωμένη από τις ορδές των τουριστών, κατεβάζει ταχύτητα και μέχρι την έναρξη της επόμενης σεζόν μεταμορφώνεται σε προορισμό για λίγους και καλούς.
Κατ’ αρχάς, όποιος την επισκέπτεται αυτή την εποχή έχει σίγουρα και τα… τυχερά του, κυρίως γιατί οι τιμές των καταλυμάτων είναι σαφώς πιο χαμηλές απ’ ό,τι τους καλοκαιρινούς μήνες. Κάπως έτσι, εξάλλου, λόγω περιορισμένης κίνησης δηλαδή, ο Σαλβατόρε, ιδιοκτήτης του ξενώνα-κάστρου στο μεσαιωνικό χωριουδάκι Serre di Rapolano, όπου μείναμε για τρία βράδια, μας πρότεινε με το «καλημέρα σας» δωρεάν αναβάθμιση από απλό δωμάτιο σε σουίτα. Προσφέρθηκε, μάλιστα, να μας μαγειρέψει το μεσημέρι της άφιξής μας, για να μη φυλλομετράμε και πάλι χάρτες, σημειώσεις και περιηγητικούς οδηγούς έτσι όπως ήμασταν, πεινασμένοι και κουρασμένοι από το ταξίδι. «Εχω τόσο ελεύθερο χρόνο, που δεν ξέρω τι να τον κάνω», δικαιολογήθηκε γελώντας.
Εμείς, από την άλλη, ελπίζαμε ο χρόνος να μας φτάσει για να δούμε, να γευτούμε και να ζήσουμε όσο περισσότερα προλαβαίναμε τις μέρες που είχαμε στη διάθεσή μας. Το λουκούλλειο γεύμα που μας επεφύλασσε ο Σαλβατόρε -πράσινη σαλάτα εποχής, πένες με μικροσκοπικά κοκκινιστά κεφτεδάκια της πατρίδας του, της Καλαβρίας, χοιρινό ρολό γεμιστό με σπανάκι και για επιδόρπιο ντόπια τυριά και φρέσκα φρούτα- ήταν το ιδανικό καλωσόρισμα στην ευλογημένη γη της Crete Senesi. Εδώ, στην κεντρική Τοσκάνη, νότια της Σιένα, με το μοναδικό γεωφυσικό ανάγλυφο και τα αργιλώδη εδάφη, τους χαρακτηριστικούς λοφίσκους και τις κρυμμένες ρεματιές, τους φημισμένους αμπελώνες και τις ετρουσκικές λουτροπόλεις, τα επιβλητικά αββαεία και τους άφθονους γαστρονομικούς πειρασμούς.
ΔΙΑΝΥΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ
Η οδική διαδρομή που ξεκινά από το εγκαταλελειμμένο Abbazia di San Galgano, το οποίο προσεγγίζουμε μέσω του SS73, και καταλήγει ύστερα από περίπου 90 χιλιόμετρα στο ήσυχο χωριουδάκι Petroio είναι και μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές για μια πρώτη γνωριμία με την περιοχή. Χρονολογούμενο στον 13ο αιώνα, το εντυπωσιακό αββαείο αποτελούσε κάποτε έδρα τάγματος Κιστερκιανών μοναχών, και μάλιστα ενός από τα πιο κραταιά της Τοσκάνης. Η οροφή και το καμπαναριό κατέρρευσαν στα τέλη του 18ου αιώνα, όμως τα γοτθικά απομεινάρια του στέκουν ακόμη σε πολύ καλή κατάσταση στην καρδιά της εύφορης κοιλάδας Val d’Elsa, προδίδοντας το ένδοξο παρελθόν του, πίσω στα χρόνια που η ισχυρή αδελφότητα εκτελούσε χρέη δικαστικού και λογιστικού σώματος στη Σιένα και τη Βολτέρα. Ο μοναδικός ήχος που ακούγεται είναι ο αέρας που σφυρίζει μέσα από τα ανοίγματα του μεγαλόπρεπου οικοδομήματος. Αν και δεν υπάρχει άλλο αυτοκίνητο, εκτός από το δικό μας, σταθμευμένο στον περίβολο του παλιού μοναστηριού, η αγροτουριστική μονάδα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι, στα 200 μ., μαρτυρεί πως κόσμος και κοσμάκης παρελαύνει εδώ τους καλοκαιρινούς μήνες.
ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ
Συνεχίζοντας ανατολικά, προσπερνάμε το San Lorenzo, το Fontazzi και το Murlo και κάνουμε μια στάση στο Buonconvento, μια συμπαθητική αν και, κατά τα άλλα, αδιάφορη κωμόπολη, που κατά βάση χρωστά τη φήμη της στην εύρωστη γεωργική της οικονομία. Την αγροτική ιστορία της περιοχής αφηγείται παραστατικά το Museo della Mezzadria Senese μέσα από μια ενδιαφέρουσα multimedia παρουσίαση (μόνο στα ιταλικά, δυστυχώς), μια συλλογή παλαιών γεωργικών εργαλείων και ομοιώματα αγροτών σε πραγματικό μέγεθος. Κολατσίζουμε ένα σαντουιτσάκι με φρεσκοκομμένο προσούτο και πεκορίνο, για να πάρουμε δυνάμεις, και προχωράμε βορειοανατολικά. Παρόλο που στην Τοσκάνη δεν έχουμε έρθει για εκκλησιαστικό τουρισμό, ο επόμενος σταθμός μας, ύστερα από περίπου 10 χιλιόμετρα, είναι (ξανά) ένα αββαείο του 14ου αιώνα, του οποίου η φήμη έχει ξεπεράσει εδώ και αιώνες τα σύνορα της Ιταλίας.
Στο Abbazia di Monte Oliveto Maggiore τα πλήθη συρρέουν ακόμη και κατά τη νεκρή χειμερινή περίοδο, είτε για να ακούσουν υπέροχους Γρηγοριανούς ψαλμούς είτε για να απολαύσουν το υπέροχο τοπίο που περιβάλλει τη μονή. Ομως, ο κύριος λόγος που φέρνει εδώ τους επισκέπτες δεν είναι άλλος από τον διάσημο ζωγράφο της Αναγέννησης Λούκα Σινιορέλι, του οποίου την υπογραφή φέρουν 9 νωπογραφίες με θέμα τη ζωή του Αγίου Βενέδικτου, που κοσμούν τους τοίχους της μεγάλης εσωτερικής αυλής. Οσο για τους Βενεδικτίνους μοναχούς, δεν αφήνουν το ενδιαφέρον των τουριστών να χαθεί: λειτουργούν αγροτουριστική μονάδα σε κοντινή απόσταση, ενώ διατηρούν και κατάστημα στην είσοδο της μονής με ποικιλία αναμνηστικών για… όλα τα γούστα (από ροζάρια έως σαπούνια και αφρόλουτρα με το λογότυπο Monte Oliveto Maggiore).
ΣΤΟ ΜΟΝΤΙSI… ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΗ
Από το αββαείο ξεκινά και μια εκπληκτική -αν και θέλει προσοχή, λόγω του εξαιρετικά στενού οδοστρώματος- διαδρομή, που μέσω του Asciano οδηγεί στο μεσαιωνικό χωριό Montisi. Μην κάνετε το δικό μας λάθος και φτάσετε στο Montisi μετά τη δύση του ήλιου, γιατί με το… ζόρι θα συναντήσετε άνθρωπο στο διάβα σας. Εδώ και χρόνια ο οικισμός προσελκύει το ενδιαφέρον καλλιτεχνών -Ιταλών και ξένων- που καταφτάνουν σε αυτήν τη γωνιά της Τοσκάνης για να ζήσουν, να εμπνευστούν και να δημιουργήσουν, αλλά, μόλις σκοτεινιάσει, φαίνεται πως οι περισσότεροι (για να μην πούμε όλο το χωριό) κλείνονται στα σπίτια τους. Το πιθανότερο πάντως είναι πως στο μεταξύ θα έχετε πεινάσει. Αναζητήστε τραπέζι είτε στην ταβέρνα του Ρομπέρτο είτε στο τοσοδούλικο La Romita, που κατόπιν συνεννόησης διοργανώνει και μαθήματα μαγειρικής: και στα δύο το φαγητό είναι νοστιμότατο. Κι αν μετά από όλα αυτά σας έχουν απομείνει ακόμα δυνάμεις, στο γειτονικό Petroio λειτουργεί ένα αξιοπρεπέστατο ιδιωτικό μουσείο, αφιερωμένο στην αγγειοπλαστική τέχνη, το Museo della Terracotta, που σίγουρα έχει πολλά να δείξει.
ΣΑΝ ΖΩΓΡΑΦΙΑ
Σαν φιλοτεχνημένος με μαεστρία πίνακας ζωγραφικής δεσπόζει πάνω από την κοιλάδα Val di Chiana η καστροπολιτεία του Μοntepulciano, πατρίδα του ονομαστού Vino Nobile. Στα σοκάκια του ο Μεσαίωνας συναντά αρχιτεκτονικά την Αναγέννηση, ενώ οι οινοθήκες, διαδοχικά η μία μετά την άλλη, διεκδικούν την προσοχή των επισκεπτών για μια δοκιμή του «ευγενούς οίνου» που εμπορεύονται. Εδώ βρίσκεται και ένα από τα διασημότερα καφέ της Ιταλίας, το θρυλικό Caffe Poliziano, στο οποίο μόνο από… λάθος μπορεί να αντισταθεί κανείς: εκτός από λαχταριστά γλυκά, υπέροχη θέα στην κοιλάδα και αυθεντική αρ νουβό ατμόσφαιρα, έχει να επιδείξει αξιοζήλευτη πελατεία – από το 1868 μέχρι σήμερα έχει σερβίρει τον Τζιόζουε Καρντούτσι, τον Λουίτζι Πιραντέλο, την Τζουλιέτα Μασίνα, την Ορνέλα Μούτι, τον Φεντερίκο Φελίνι, τον Μίλο Μανάρα, και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
ΓΕΥΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
Με το δεδομένο ότι η Τοσκάνη έχει δικαίως κερδίσει τον τίτλο της γαστρονομικής πρωτεύουσας της Ιταλίας, όπου κι αν σας φέρει ο δρόμος, το πιθανότερο είναι πως θα φάτε καλά, αν όχι εξαιρετικά. Στην «Osteria dell’Acquacheta» του Montepulciano βρήκαμε από θαύμα τραπέζι, το οποίο -μην έχοντας επιλογή- μοιραστήκαμε με άλλους δύο πελάτες (και κρυφοκοιτάζαμε τι έχουν παραγγείλει, ώστε ό,τι μας γυαλίσει στο μάτι να το πάρουμε κι εμείς). Λόγω εποχής (μέσα Νοέμβρη), το μενού περιλάμβανε και ταλιατέλες με λευκή τρούφα, το πανάκριβο υπόγειο μανιτάρι που έχει καθιερωθεί ως ένας από τους γαστριμαργικούς θησαυρούς της Crete Senesi και σε στέλνει… κατευθείαν στον παράδεισο. Τις τιμήσαμε δεόντως, όπως και τα τοπικά ζυμαρικά pici, που μοιάζουν με χοντρό σπαγκέτι και σερβίρονται συνήθως με κιμά ή -περί ορέξεως…- και με άλλες σάλτσες.
Διψούσαμε όμως για λίγο κρασί ακόμα. Στο Montalcino, όταν ζητάς «κόκκινο», σου φέρνουν δικαίως Brunello, το αριστοκρατικό ερυθρό του οποίου το όνομα κατά λέξη σημαίνει «το όμορφο σκούρο». Κατά κανόνα, ένα μπουκάλι στοιχίζει το λιγότερο 20 ευρώ, όμως αν δεν έχετε σκοπό -ή την οικονομική δυνατότητα- να ανανεώσετε την κάβα σας με πανάκριβα Brunello, μπορείτε απλώς να ενδώσετε σε μια γευστική δοκιμή. Στην ινοτέκα «La Fortezza di Montalcino», που λειτουργεί μέσα στο παλιό φρούριο του χωριού, θα πάρετε μια καλή γεύση τού τι εστί το φημισμένο αυτό κρασί, ενώ θα μάθετε για τις «καλές» χρονιές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Και επειδή συνήθως τρώγοντας έρχεται η όρεξη, στην περιοχή λειτουργούν πολλά επισκέψιμα οινοποιεία, όπως το «Poggio Antico» στο δρόμο για το Grosseto, που διοργανώνουν ξεναγήσεις στις εγκαταστάσεις τους και προσφέρουν γευστικές δοκιμές, ενώ συνήθως διαθέτουν κατάστημα με τα προϊόντα τους και εστιατόριο.
ΣΤΗΝ ΠΙΕΝΤΣΑ ΓΙΑ ΠΕΚΟΡΙΝΟ
Ομως, ως γνωστόν, το καλό κρασί θέλει και το… τυράκι του. Ανάμεσα στο Montalcino και το Montepulciano, η ασυναγώνιστα γραφική Pienza, πρότυπο αναγεννησιακού αστικού σχεδιασμού υπό τις οδηγίες του Πάπα Πίου Β´ και την εμπνευσμένη εκτέλεση του αρχιτέκτονα Μπερνάρντο Ροσελίνο, εκτός από πόλο έλξης για φοιτητές Αρχιτεκτονικής από όλο τον κόσμο, αποτελεί και περιοχή παραγωγής του εξαιρετικού πεκορίνο της Πιέντσα. Το 1996 αυτή η μικρή πόλη της Τοσκάνης ανακηρύχθηκε δικαίως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Μπροστά από το θεωρούμενο και ως «αριστούργημα του Ροσελίνο» Palazzo Piccolomini, αλλά και μέσα στον καθεδρικό ναό, μπορεί να περάσετε ώρες χωρίς καλά-καλά να το καταλάβετε. Εχετε όμως το νου σας στο… ρολόι σας, για να προλάβετε τα μαγαζιά ανοιχτά. Υπάρχει λόγος σοβαρός. Στον ίδιο δρόμο, την Corso Il Rossellino, το τυράδικο «Bottega del Naturista» θα αποσυντονίσει τους γευστικούς σας κάλυκες: εκτός από το κλασικό πεκορίνο, που διακρίνεται σε 3 βασικούς τύπους ανάλογα με το χρόνο ωρίμασής του, θα βρείτε και γκουρμέ εκδοχές του (με τρούφα, με πιπέρι, με μυρωδικά κ.λπ.). Ζητήστε να δοκιμάσετε και… κάντε τις προμήθειές σας κατά βούληση. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, θα έχετε εξασφαλίσει άρωμα Τοσκάνης στις αποσκευές σας (και στο ψυγείο σας).
Το σίγουρο είναι πως σύντομα θα το αποζητάτε!
kathimerini.com
Αν σας άρεσε το άρθρο, κάντε “Like” στην σελίδα μας στo Facebook και θα έχετε άμεση ενημέρωση για κάθε νέα μας δημοσίευση