Η ιστορία των περιπτέρων
Ζωή χωρίς περίπτερο είναι ζωή χωρίς αλατοπίπερο. Έχεις ταυτίσει την καθημερινότητά σου με την ύπαρξή του τυπώνοντας στο υποσυνείδητό σου την τόσο ταυτόσημη έννοιά του με την ζωή, που δεν μπορείς να συνηθίσεις ούτε ένα λεπτό την πραγματικότητα του εξωτερικού η οποία δεν περιλαμβάνει τον ναό σου . Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι μέρες που ψάχνεις απεγνωσμένα να βγεις με τις πιτζάμες μέχρι το περβάζι του να πεις μια καλησπέρα και να πάρεις προμήθειες επιβίωσης βραδιού. Ακόμα και από την φράση που έχει ταυτιστεί με τις εξαφανίσεις φυσικών προσώπων όπως το γνωστό “Βγήκε στο περίπτερο και δεν γύρισε ποτέ” αλλά και την ιερότητα στη σχέση που αναπτύσσεις με τον περιπτερά σου. Αγαπημένο σκηνικό του ελληνικού κινηματογράφου στο οποίο το έχεις δει να πρωταγωνιστεί συχνά εκτυλίσσοντας ιστορίες γύρω από το ξύλινο κουβούκλιο ή τον ιδιοκτήτη του όπως στις ταινίες “Ο ερωτιάρης του γλυκού νερού”, “Άσσοι του γηπέδου” αλλά και στην “Άγνωστη της νύχτας”.
Μπορούμε να υπερηφανευτούμε πως τα περίπτερα είναι σχεδόν εξολοκλήρου ελληνική πατέντα, τουλάχιστον οι απαρχές τους. Στην αρχή τα χαρακτηριστικά ξύλινα κουβούκλια, μετά χρόνια σχεδόν ολόκληρες κατασκευές με κάμερες και συστήματα προστασίας, από προφυλακτικά και περιοδικά μέχρι εισιτήρια και γάλα το περίπτερο στην Ελλάδα γεννήθηκε κυριολεκτικά και μεταφορικά για να υπάρχει στα δέκα μέτρα από το σπίτι του λαού του, μεγαλώνοντας μία ολόκληρη κοινωνία γύρω από τα ελάχιστα τετραγωνικά του.
Ο θεσμός των περιπτέρων ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αι. στα αστικά κέντρα της χώρας (ίσως και λίγο νωρίτερα αλλά με την μορφή αποκλειστικά καπνοπωλείου από την πόλη του Ναυπλίου μέχρι και σταδιακά στην Αθήνα) όταν και έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να στηριχθούν οικονομικά οι πληγέντες που συμμετείχαν στα αναρίθμητα πολεμικά σκηνικά της εποχής (με το τελευταίο του 1897 με την Τουρκία) στα οποία συμμετείχαμε ως χώρα. Τα πρώτα περίπτερα που δημιουργήθηκαν είχαν ελάχιστο εμπόρευμα ως ελάχιστη μορφή βοήθειας για την λειτουργία και οικονομική αποκατάσταση τραυματιών και αναπήρων πολέμου.
Στην απαρχή τους τα περίπτερα περιήλθαν στην αιγίδα του Υπουργείου Περιθάλψεως το οποίο και κατέθεσε νομοσχέδιο το 1960, αναφερόμενο στα ήδη ανεγερθέντα περίπτερα, αλλά και σε αυτά που πρόκειται να αναγερθούν στο μέλλον τα οποία και θα παραχωρούνται προς αποκλειστική χρήση της «Πανελλήνιον Ένωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921» η οποία και πρόκειται να ήταν ο μοναδικός επίσημος φορέας που θα έχει προηγούμενη έγκριση του Υπουργείου Συγκοινωνιών, το οποίο και θα καθόριζε το σχήμα και το μέγεθός τους.
Σύμφωνα πάλι με το ίδιο νομοσχέδιο η άδεια περιπτέρου οριζόταν ως προσωπική και μόνο υπόθεση, δεν επιτρεπόταν να πωληθεί ή να μεταβιβαστεί όπως επίσης και να μπει σε καθεστώς υποθήκης και να υπομισθωθεί, ενώ σε περίπτωση θανάτου του αποκλειστικού κατόχου του, η χρήση και η μετέπειτα εκμετάλλευση του περιπτέρου, μεταβιβάζεται αυτόματα στην γυναίκα και τα παιδιά του αναπήρου-τραυματία και αυτό μόνο για μια πενταετία, με τελικό αποδέκτη αργότερα και πάλι την Ένωση.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως το ποσό της μίσθωσης οριζόταν από 20 έως και 250 δραχμές και τα χρήματα που εισπράττονταν, διατίθεντο υπέρ της δημιουργίας ειδικού “Ταμείου προικοδοτήσεως θυγατέρων και τραυματιών πολέμου”.
Σημαντικό και σχεδόν αποκλειστικό εμπόρευμα των περιπτέρων υπήρξαν οι εφημερίδες και τα τσιγάρα, τα οποία όχι μόνο στήριξαν και βοήθησαν στην οικονομική ανάπτυξή τους, αλλά αποτέλεσαν και σημεία σταθμούς στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας. Οι εφημερίδες ως αποκλειστικό Μέσο Ενημέρωσης, κρεμασμένες στα περίπτερα των πόλεων υπήρξε σταθμός στην καθημερινότητα των πολιτών του μεγάλου άστυ. Στην επιβίωση του θεσμού των περιπτέρων μέχρι και σήμερα συνέβαλαν φυσικά τα τσιγάρα, τα οποία τότε διατίθεντο χύμα και οι πολίτες κατέβαιναν για “ένα τσιγάρο στο περίπτερο” αγοράζοντας όσα τσιγάρα τους επέτρεπε η τσέπη τους. Οι αναφορές στα ζαχαρώδη και αναψυκτικά γίνονται πιο έντονες στα τέλη της δεκαετίας του 1940 αλλά κυρίως στο μεγαλύτερο αστικό κέντρο, στα περίπτερα της Αθήνας και των περιχώρων της, όπου όταν ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν ψυγεία με πάγο οι εγχώριες εταιρείες αναψυκτικών ξεκίνησαν να διαθέτουν τα προϊόντα τους με αποτέλεσμα το περίπτερο να συμβάλλει στην δημιουργία ενός τότε εποχιακού statous quo.
Ταυτόχρονα με την έλευση περίπου του τηλεφώνου στην χώρα και την νέα τροποποίηση της άδειας, τα περίπτερα γίνονται όλα ομοιόμορφα σε πανελλήνιο επίπεδο με ψυγεία και προστατευτικά ρολά, τοποθετούνται σε πλατείες γειτονιές και δρόμους όλα τους σε διαστάσεις 1.30 Χ 1.50.
Με τα χρόνια το περίπτερο σταδιακά άρχισε να διευρύνει εμπορικά την γκάμα των προϊόντων του, να την εναλλάσσει ανάλογα με την περιοχή που βρίσκεται προσαρμόζοντάς την στις ανάγκες και προτιμήσεις της εκάστοτε γειτονιάς, εξελίσσοντας τις δυνατότητές του φτάνοντας στο σήμερα, που τα περίπτερα μεταξύ άλλων έχουν την δυνατότητα να πουλάνε ακόμα και γαλακτοκομικά προϊόντα. Ο θεσμός των περιπτέρων όχι μόνο βοήθησε στην ανάπτυξη ίσως και συγκρότηση της ελληνικής οικονομίας αλλά αποτέλεσε και αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κουλτούρας βοηθώντας την να διαμορφωθεί ουσιαστικά γύρω από ένα ξύλινο σπιτάκι ερχόμενη σε επαφή με τον Τύπο, με την διαδικασία του μάρκετινγκ, με την τεχνολογία και με την μόνη δυνατότητα εξωστρέφειας της σε προϊόντα τάσεις και επικοινωνία.
Parallaxi Magazine – To free press περιοδικό της Θεσσαλονίκης
Αν σας άρεσε το άρθρο, κάντε “Like” στην σελίδα μας στo Facebook και θα έχετε άμεση ενημέρωση για κάθε νέα μας δημοσίευση.
Προσφορές έως -70% στο : shop.palettino.gr.